Η Κεντρική Ένωση Χανίων ιδρύθηκε το Μάιο του 1952 από τις τότε επτά δευτεροβάθμιες Ενώσεις του νομού Χανίων, προκειμένου να συντονίσει τη συγκέντρωση των οινοστάφυλων που ήταν το βασικό προϊόν του νομού τότε, να τα οινοποιεί και κυρίως να εμπορεύεται το παραγόμενο κρασί. Τα πράγματα πήγαν καλά και η Κεντρική Ένωση Χανίων πραγματοποίησε πολλές εξαγωγές κρασιών επί σειρά ετών επ’ ωφελεία των αγροτών του νομού.
Όσον αφορά την αμπελοκαλλιέργεια, προέκυψε αργότερα ένας συνδυασμός παραγόντων, όπως η φυλλοξήρα των αμπελιών, η έντονη οικιστική και τουριστική ανάπτυξη σε περιοχές που υπήρχαν τα αμπέλια, η αύξηση της τιμής του ελαιολάδου, η μείωση της τιμής των σταφυλιών αφού άρχισε η αμπελοκαλλιέργεια στο νότιο ημισφαίριο του πλανήτη όπου υπάρχουν μεγάλα αγροτεμάχια και η μορφολογία του εδάφους επιτρέπει τη μηχανοκαλλιέργεια. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι περισσότερες καλλιεργητικές φροντίδες που χρειάζεται το αμπέλι συμπίπτουν χρονικά με την τουριστική περίοδο, σε αντίθεση με την ελαιοκαλλιέργεια που είναι χειμερινό εισόδημα, η απροθυμία των νέων αγροτών να κοπιάσουν πολύ για κάτι που αποδίδει λίγο, είναι και αυτοί παράγοντες που οδήγησαν την αμπελοκαλλιέργεια του νομού σε συρρίκνωση.
Έτσι, υπολογίζεται ότι τώρα βρίσκεται στο ένα τέταρτο απ’ ότι πριν τριάντα χρόνια με αποτέλεσμα να συμπληρώνονται οι ανάγκες του νομού από σημαντικές ποσότητες που προέρχονται από το νομό Ηρακλείου.
Η Κεντρική Ένωση Χανίων στην πορεία ασχολήθηκε και με άλλες δραστηριότητες όπως την εμφιάλωση κρασιών, την προμήθεια και εμπορία ζωοτροφών, την ίδρυση πρατηρίου αγροτικών εφοδίων, τη διεκπεραίωση αιτήσεων επιστροφής Φ.Π.Α στους αγρότες κ.λ.π.
Η Κ.Ε.Χ από την ίδρυσή της λειτούργησε με απόλυτο σεβασμό στη συνεταιριστική ιδέα, θεωρώντας ότι ο συνεταιρισμός είναι η τελειότερη έκφραση κοινωνικής αλληλεγγύης. Ανταποκρίθηκε θετικά σε ότι της ανέθεσε ο αγροτικός κόσμος του νομού Χανίων κατά καιρούς και κατάφερε χωρίς δοτές εργασίες αλλά μόνο από εμπορικές πράξεις, να μην οφείλει ποτέ τίποτα ληξιπρόθεσμο σε κανέναν, τράπεζες, δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία, προμηθευτές, εργαζομένους κ.λ.π.